Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015

Χρυσόστομος Α. Σταμούλης*: «Όταν μιλάει η αταξία, η τάξη να σωπαίνει»



Αγαπητέ Μάριε, χαίρε.

Έως και τη στιγμή που σου γράφω, εξάντλησα κάθε προσπάθεια προκειμένου να σου στείλω κείμενο. Δυστυχώς απέτυχα. Δεν ξέρω τι συμβαίνει. Ή μάλλον ξέρω. Το θέμα που ανέλαβα, όπως και το γενικότερο θέμα του αφιερώματος, με ξεπερνά. Ζούμε σε μια εποχή αφασίας. Κάποτε ήμασταν βέβαιοι πως το πλοίο πλησιάζει την προκυμαία. Σήμερα, χαμένοι μέσα στην ανέραστη και απαίδευτη καθημερινότητά μας, αδυνατούμε να νοηματο-δοτήσουμε τα πράγματα και τον εαυτό μας. Πράγμα που μας κάνει να νιώθουμε την ακινησία του πλοίου… και τη μοιραία μετάθεση της όποιας ελπίδας της κίνησης στις δυνάμεις της ακινησίας, φυσικής ή άλλης δεν έχει σημασία. Το ωραίο καράβι, με το σταυρό στην κορφή, έπαψε πλέον να αρμενίζει τα δάκρυά μας.
Το ερώτημα, βέβαια, -κρίσιμο όσο ποτέ- είναι τι γίνεται σε μια τέτοια περίπτωση όπου τα πράγματα αντιστρέφονται. Έχω την αίσθηση, ότι η ανάγκη μας πλέον μας σπρώχνει σε μια νέα α-τοπία, πέρα και πάνω από τον τόπο που βαφτίσαμε οίκο. Σε μια νέα α-ταξία, πάνω από τη τάξη που ονομάσαμε κιβωτό. Άλλωστε, «όταν ακούς “τάξη”», καταπώς λέει ο Ελύτης, «ανθρώπινο κρέας μυρίζει». Διαπίστωση που κάνει πολλούς μας, νομίζω, να συμφωνήσουμε με την άλλη ποιητική φωνή, που παραδέχεται ότι: «χαμένα πάνε εντελώς τα λόγια των δακρύων». Δεν έχει περάσει, άλλωστε, πολύς καιρός από τότε που οι περισσότεροι γίναμε μάρτυρες, αυτόπτες και αυτήκοοοι, παθόντες και μαθόντες(;) -τηλεοπτικώ τω τρόπω εξάπαντος, όπως άλλωστε και στον έρωτα και στο θάνατο-, μιας κίνησης που θέλησε να βάλει την ελληνική κοινωνία στο θαύμα. Παιδιά στους δρόμους, σε μια διαδικασία συνάντησης με την αβεβαιότητα του μέλλοντός τους, την απουσία του παρόντος τους. Και απέναντί τους εμείς και οι άλλοι, σε περίπτωση ο ίδιος μας ο εαυτός. Ένας εαυτός, που μοιάζει του καλλιτέχνη, ο οποίος «μαλακωδώς εφησυχασθείς επί μακρόν», καθώς τραγουδά ο Αλκίνοος στη Νεροποντή του, «επανεξετάζει την κατάσταση πριν ξεχαστεί εκ νέου». Και οφείλω να σημειώσω εδώ, πως πρέπει να μας τρομάζει αφάνταστα τούτο το «μαλακωδώς». Δεν πρόκειται για το νεοελληνικό μας «ω φίλε αγαθέ», τη νεοελληνική μας «καλημέρα» τη βαφτισμένη και ως «μαγκιά» της απαίδευτης καθημερινής-καιροσκοπικής μας συνήθειας. Ούτε βεβαίως για μια απλή ύβρη, την οποία αφήνουμε χωρίς συστολή και εξάπαντος λόγω «αρχοντιάς» -έτσι ονομάζουμε τελευταία τον πολιτισμικό μας νεοπλουτισμό- να πέσει χάμω. Αλλά πρόκειται στ’ αλήθεια για κείνη την άκρως επικίνδυνη ασθένεια, τη βιβλική αδυναμία, που έχει τις ρίζες της στο περίφημο ρήμα μαλακύνω, τουτέστιν μαλάσσω ή μαλακίζω, το οποίο σημαίνει πως με τη στάση αυτή «καθιστώ τι μαλθακόν, αδύνατον, ασθενές, χείράς τε και πόδας περιδέσει πίλων ή υφασμάτων τινών μαλακύνειν». Εξ ου και το μαλακώδης, συνηρημένο του μαλακοειδής, για το οποίο με γλαφυρότητα μας μιλάει ο Στέφανος Βυζάντιος. Και δεν χωρά καμία αμφιβολία, πως τούτο το μαλακώδης και το ομόσκηνό του μαλακωδώς συνδέονται αχωρίστως και αδιαιρέτως, ατρέπτως και ασυγχύτως, με τη μικρολογία και την ωμότητα. Διαθέσεις και τρόποι, που κατά Ιωάννη Χρυσόστομο ευθύνονται για τη δέσμευση της αληθινής όρασης των ανθρώπων, για την αφαίμαξη της αρετής, την απώλεια του κάλλους και τέλος την αυτοπαράδοση του εαυτού στη «βλακεία» και την «κακοτεχνία». Εικόνες, που δίχως άλλο αποκαλύπτουν την ολοκληρωτική ερήμωση που ακολουθεί την ύπαρξη, η οποία αποκόπηκε από τη μητρική της γη. Την ύπαρξη, που λησμόνησε τη «μυθολογία» των ασκημένων, των γεγυμνασμένων αισθητηρίων και πνίγηκε στην πλήξη και την απραξία.
Έτσι, λοιπόν, ο νεαρός και η νεαρή, ο κάθε νεαρός και η κάθε νεαρή, χαμένοι μέσα στο σύστημα που τους περιβάλλει, έγιναν ήρωες παρά της θέλησή τους. Το θέμα, βέβαια, στη δική μας περίπτωση, είναι πως το πλοίο παίρνει κλίση και κινδυνεύει να βουλιάξει αύτανδρο εντός του λιμένος. Μια εικόνα-πραγματικότητα, που με έναν άλλο τρόπο παρατηρεί και ο Ιγκόρ Στραβίνσκυ, στη Μουσική Ποιητική του, εβδομήντα χρόνια πριν, όταν δίνοντας διαστάσεις γενικού κανόνος στην περίπτωση, σημειώνει, πως «Τα επαναστατικά ξεσπάσματα βέβαια δεν είναι ποτέ εντελώς αυθόρμητα. Υπάρχουν πάντα πονηροί άνθρωποι που προκαλούν επαναστάσεις για συμφεροντολογικούς σκοπούς. Πρέπει να φυλάγεσαι πάντα μη τυχόν και παρεξηγηθείς από εκείνους που σου καταλογίζουν προθέσεις που εσύ δεν είχες». Βέβαια, πώς να προφυλαχθεί ένας νεκρός; Πώς να προφυλαχθούν όλοι εκείνοι οι νεκροί που δώσανε τον εαυτό τους στους τροχούς με την ελπίδα της επιστροφής του ήλιου; Η προτροπή μού θυμίζει κάπως εκείνη την περίφημη ιστορία με τον Διογένη τον κυνικό, ο οποίος στρίβοντας σε μια γωνία δέχθηκε το χτύπημα του καλαμιού ενός ανθρώπου που ερχόταν από την άλλη μεριά του δρόμου και ο οποίος του φώναξε δυνατά: «πρόσεχε». Τότε ο Διογένης γύρισε και του είπε: «γιατί, πρόκειται να με ξαναχτυπήσεις;». Αυτά, βέβαια, γι’ αυτούς που φεύγουν, γι’ αυτούς που φύγανε. Διότι όσοι μένουν παραδίνονται κατά κανόνα σε κείνη την συνουσιαστική σχέση εξουσίας και επαναστάσεως που ο Μάνος Χατζιδάκις με ξεχωριστή μαστοριά περιγράφει σε ένα άκρως ενδιαφέρον κείμενό του, Για τους Έλληνες νέους του ’88: «Όλες οι επαναστάσεις καταλήγουν στην κατάκτηση της ανεγκέφαλης, όπως είπαμε, Κυρίας. Της εξουσίας. Αυτή η κατάκτηση, ως γνωστόν, δημιουργεί Δίκαιον, μακράν των ονειρικών στόχων μιας επανάστασης. Οι άνθρωποι που προκύπτουν από μια επανάσταση, περιέχουν τα ίδια συστατικά με τους αποχωρήσαντες ή τους ηττηθέντες. Η καταπίεση ευνοεί την αντίσταση και την ψυχική υγεία. Η επιτυχία και η επικράτηση κάνει ν’ αναβιώνει η εγωπάθεια, ο απολυταρχισμός, ο συγκεντρωτισμός και η απανθρωπιά. Η αντίσταση ξαναγεννά. Η Εξουσία φθείρει, καταστρέφει τα ζωογόνα κύτταρα του ανθρώπου. Χρειάζεται ισχυρή παιδεία για ν’ ανθέξει κανείς στην έννοια της Εξουσίας και της επιτυχίας».
Αγαπητέ φίλε, εδώ παραιτούμαι και ως ειλικρινή συγνώμη για την τελική μου ασυνέπεια και απουσία, ως μια κάποια ελάχιστη αντίσταση στην ασχήμια της εξουσιαστικότητας που μας καταπίνει, σου χαρίζω το ποίημα της Δημουλά που προσπάθησε να εμπνεύσει το κείμενό μου: «Χαμένα πάνε εντελώς τα λόγια των δακρύων/ Όταν μιλάει η αταξία η τάξη να σωπαίνει/ -έχει μεγάλη πείρα ο χαμός./ Τώρα πρέπει να σταθούμε στο πλευρό/ του ανώφελου/ Σιγά σιγά να ξαναβρεί το λέγειν της η μνήμη/ να δίνει ωραίες συμβουλές μακροζωίας/ σε ό,τι έχει πεθάνει/ Ας σταθούμε στο πλευρό ετούτης της μικρής/ φωτογραφίας/ που είναι ακόμα στον ανθό του μέλλοντός της:/ νέοι ανώφελα λιγάκι αγκαλιασμένοι/ ενώπιον ανωνύμως ευθυμούσης παραλίας./ Ναύπλιο Εύβοια Σκόπελος;/ Θα πεις/ και πού δεν ήταν τότε θάλασσα».

Το γράμμα τούτο γράφτηκε πριν από δέκα περίπου μήνες. Όταν τελικά αποφασίστηκε να συμπεριληφθεί στον παρόντα τόμο, καθώς ξεπερνούσε, όπως μου είπε η αγαπητή κυρία Κοκκίνου, τα όρια μιας απλής άρνησης συμμετοχής -διαπίστωση που αφάνταστα με τιμά-, μας είχε ήδη προλάβει η τελευταία στροφή της νεοελληνικής μας ιστορίας, το Δ.Ν.Τ. Μέσα σε τούτο το χαμό ξεκίνησα και πάλι να διαβάζω τους Δαιμονισμένους του Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι (μετάφραση από τα Ρωσικά-Πρόλογος-Επίμετρο: Ελένη Μπακοπούλου, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2007, σ. 72-73), από τους οποίους και προκειμένου να επανέλθουμε στην άτακτη τάξη των πραγμάτων, αντιγράφω: «Ο Στεπάν Τροφίμοβιτς γέλασε πολύ τότε.- Φίλοι μου-μας έλεγε με διδαχτικό ύφος-, ο εθνισμός, αν όντως “γεννήθηκε”, όπως μας διαβεβαιώνουν αυτοί στις εφημερίδες, είναι ακόμα σκολιαρόπαιδο σε γερμανικό σχολείο, κρατάει γερμανικό αλφαβητάρι, μαθαίνει το αιώνιο γερμανικό του μάθημα, και ο γερμανός δάσκαλος το βάζει τιμωρία, γονατιστό, όταν χρειαστεί. Το γερμανό δάσκαλο τον εγκρίνω. Αλλά το πιθανότερο όλων είναι να μην έχει συμβεί τίποτα τέτοιο, κι όλα εξελίσσονται όπως παλιά, δηλαδή, υπό τη σκέπη του Θεού. Κατά τη γνώμη μου, καλά για τη Ρωσία, pour notre Sainte Russie. Επιπλέον, όλοι αυτοί οι πανσλαβισμοί και οι εθνισμοί παραείναι παλιοί για να είναι καινούργιοι. Ο εθνισμός, αν θέλετε, ποτέ δεν ήταν εδώ πέρα τίποτα περισσότερο από επινόηση των αριστοκρατών, κυρίως των Μοσχοβιτών, που συχνάζουν στις λέσχες. Εξυπακούεται ότι δεν μιλάω για την εποχή του Ίγκορ. Κι ύστερα, όλα είναι αποτέλεσμα νωθρότητας. Εδώ όλα είναι αποτέλεσμα νωθρότητας, και τα καλά και τα κακά. Όλα απορρέουν από την αριστοκρατική, χαριτωμένη μορφωμένη, πεισματάρικη νωθρότητα! Τριάντα χιλιάδες χρόνια το λέω αυτό. Δεν ξέρουμε να ζούμε από το μόχθο μας. Και, πώς μας προέκυψε το ότι ορισμένοι ασχολούνται τώρα με κάποια “αναδειχθείσα” κοινή γνώμη, έτσι ξαφνικά; Είναι δυνατόν να μην καταλαβαίνουν ότι για να διαμορφώσεις άποψη χρειάζεται πριν απ’ όλα να μοχθήσεις, προσωπικά, με ατομική πρωτοβουλία, με ατομική δράση! Χάρισμα τίποτα και ποτέ δεν δίνεται. Αν μοχθήσουμε, θα έχουμε και άποψη. Και καθώς δεν πρόκειται ποτέ να μοχθήσουμε, άποψη για εμάς θα έχουν μόνον αυτοί που δούλευαν αντί για μας μέχρι τώρα, δηλαδή η Ευρώπη ως συνήθως, οι Γερμανοί ως συνήθως, αυτοί που είναι δάσκαλοί μας, δηλαδή, διακόσια χρόνια τώρα».

*Ο Καθηγητής Χρυσόστομος Σταμούλης είναι Πρόεδρος της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου