Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

«Η σάρκωση του Λόγου θεμέλιο στη μετάνοια του ανθρώπου»



Εσπερινή ομιλία του π. Ιωάννου Κίτσιου, εφημερίου Αγίου Χαραλάμπους Περάματος, εκφωνηθείσα την Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014 στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου (Αγοράς) πόλεως Ιωαννίνων, στο πλαίσιο των φετινών περί μετανοίας εσπερινών ομιλιών της Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννίνων.

«Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος.».
Είναι θαυμάσιος ο τρόπος με τον οποίο το Πνεύμα του Θεού οδήγησε αυτές τις ζώσες σάλπιγγες του Λόγου να διαπεράσουν την ιστορία της Δημιουργίας και να δουν τόσο την αρχή της όσο και το Δημιουργό της, Αυτόν που υπάρχει πριν από αυτή.
Δεν είναι απορίας άξιο να διερωτάται κανείς πως αφού υπάρχει ένα δημιούργημα θα υπάρχει και η αρχή της δημιουργίας του. Αξίζει να ερευνά κανείς με πνεύμα αγαθό, για να βρει ποιος υπάρχει πριν από αυτή και την όρισε.
Αυτό το «ην» κανένας ανθρώπινος νους δε μπορεί να το ξεπεράσει. Αν κάποιος προσπαθήσει να οδηγήσει το νου προς τα πάνω, πριν την αρχή, «ουκ εκβαίνει το ην» (Μ. Βασίλειος). Και όσο και αν προσπαθήσει να ξεπεράσει την ύπαρξη του Θεού και να νοήσει τη Δημιουργία χωρίς Αυτόν, «υπεράνω γενέσθαι της αρχής ου δυνήσει» (Μ. Βασίλειος). Το ίδιο επίσης δύσκολο είναι να μιλήσει κανείς και για τον εαυτό του.
Πώς μπορεί ο ευαγγελιστής Ιωάννης και αρχίζει τη θαυμαστή διήγηση και μιλά για τη Δημιουργία και το Δημιουργό; Πώς κατεβάζει ουράνια έργα και τα κοινοποιεί; «ημίν διαλέγεται τον Παράκλητον έχων φθεγγόμενον εν εαυτώ, το Πνεύμα το ευθές, το ηγεμονικόν, το χειραγωγούν εις τους ουρανούς» απαντά ο ιερός Χρυσόστομος.
Η αρχή της Δημιουργίας ήταν και θα παραμείνει ένα ερώτημα που  απασχολεί τον άνθρωπο. Ωστόσο υπάρχει σε κάποιους, το ερώτημα: Τι υπάρχει πριν το Θεό. Ποιο απλά: Ποιος έκανε το Θεό. Η απάντηση δίνεται από το λιτό Πρόλογο του ευαγγελιστή.
Ο Ιωάννης με το «ην» φανερώνει την προΰπαρξη του Θεού. Ο Θεός υπάρχει «αεί», πάντα, πριν και έξω από την ορατή και αόρατη Δημιουργία με τρόπο ακατάληπτο για τον άνθρωπο. Ορίζει την αρχή του κόσμου γιατί είναι η αρχή του κόσμου. Απ’ Αυτόν ξεκινούν και σ’ Αυτόν καταλήγουν τα πάντα.
Αν ο Θεός είχε αρχίσει να υπάρχει μετά από κάποιο χρονικό σημείο δε θα μπορούσε να είναι η αρχή των πάντων. Έχοντας αρχή δε θα μπορούσε να είναι η αρχή του κόσμου αφού δε νοείται η αρχή της αρχής. Αρχή που αρχίζει από κάπου δεν είναι αληθινή Αρχή. «ειπών δε εν αρχή ην ο Λόγος έδειξε ότι αεί ην και ουκ ην τις χρόνος ή αιών ότε ουκ ην ούτος» (Ζιγαβηνός).
Και αυτό συμβαίνει γιατί ο Υιός, ως Λόγος του Πατρός, αποδεικνύεται ότι γεννάται υπό του Πατρός και ότι δεν είναι κτιστός λόγος όπως ο ανθρώπινος λόγος. Δηλαδή δεν είναι δημιούργημα όπως ο άνθρωπος και ο λόγος του.
(Να θυμίσω ότι ο Ιωάννης τονίζει ιδιαίτερα τις περιορισμένες δυνάμεις του ανθρώπου να κατανοήσει ό,τι υπερβαίνει την ύπαρξή του.
Επιπλέον φανερώνει αυτά που απεκόμισε από την παρουσία και τα λόγια του Χριστού. Παρακάτω, στο στίχο 30, Ιωάννης ο Βαπτιστής ομολογεί «Οπίσω μου έρχεται ανήρ ος έμπροσθέν μου γέγονεν, ότι πρώτος μου ήν.» Σημειώνω ότι ο Βαπτιστής γεννήθηκε μερικούς μήνες νωρίτερα από τον Ιησού.)

Ο Ιωάννης ονόμασε τον Υιό, Λόγο, για να φανερώσει  ότι Αυτός υπάρχει πάντα «συναϊδιος τω Πατρί» (Θεοφύλακτος), δηλαδή με τον ίδιο τρόπο που υπάρχει και ο Πατήρ. Κι έπειτα να δείξει ότι ο Λόγος είναι Θεός με όλη τη σημασία της λέξεως και έχει την ίδια ουσία και φύση με τον Πατέρα. Τέλος να δείξει ποιος ήταν ο ρόλος Του στη Δημιουργία. Ό Υιός δεν είναι μόνο το όργανο που χρησιμοποιήθηκε για να γίνει ο κόσμος αλλά η «γενετική αιτία». Ο Υιός είναι συναίτιος της Δημιουργίας του κόσμου.
«Και ο Λόγος ήν προς τον Θεό». Συνεχίζει, για να μιλήσει για τον τρόπο ύπαρξης του Υιού. Ο Υιός υπάρχει όχι «εν τω Θεώ» αλλά «προς τον Θεό». Δηλαδή αν και έχει την ίδια ουσία με τον Πατέρα έχει τη δική Του υπόσταση, το δικό Του πρόσωπο. Υπάρχει συγχρόνως με τον Πατέρα χωρίς κάποιος από τους δύο να είναι αρχαιότερος ή νεότερος. Ο Πατήρ  είναι «αΐδιος» και ο Υιός «συναϊδιος».
Η πρόθεση «προς» φανερώνει τη στενή, αδιαχώριστη και αδιάσπαστη ένωση του Υιού προς τον Πατέρα αλλά και τη διάκριση των δύο Προσώπων που υπάρχουν σ’ αυτή την ένωση. Ο Πατήρ και ο Υιός υπάρχουν σε ζώσα, αληθινή, κοινωνία. Είναι τα δύο Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, το τρίτο είναι το Άγιο Πνεύμα.
«Και Θεός ήν ο Λόγος». Αν με το «προς», έδειξε ότι ο Υιός είναι διαφορετικό Πρόσωπο από τον Πατέρα, η λέξη «Θεός» δείχνει ότι είναι «ομοούσιος», από την ίδια ουσία, με τον Πατέρα.
 Ο Ιωάννης γνωρίζει ότι οι Ιουδαίοι είχαν ακούσει και άλλους λόγους του Θεού. Αυτούς όμως τους είχαν πει στη μακρόχρονη ιστορία του Ισραήλ άνθρωποι. «αλλ’ εκείνοι μεν άπαντες προφητείαι και προστάγματα, ούτος δε ο Λόγος ουσία τις εξ αυτού προελθούσα απαθώς του Πατρός».
Απλά και γρήγορα με λίγες λέξεις ο Ιωάννης εξήγησε ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι αληθινός Θεός και όχι γέννημα της ανθρώπινης διάνοιας. Επιπλέον δεν έχει γεννηθεί από άνθρωπο αφού έχει «εκ του μη όντως την φύσιν». Είναι δε «φωτός απαύγασμα» και «γέννημα τέλειον εκ τελείου».
Με την ίδια απλότητα ο Ιωάννης εξηγεί ότι ο Υιός «ήν ούν και Θεός» και δε δημιουργήθηκε ύστερα, «αλλά πάλαι ήν» (Μ. Αθανάσιος).

Συνοψίζοντας τα παραπάνω:
Με τη φράση «Εν αρχή ήν ο Λόγος», διακηρύττεται η αϊδιότητα του Υιού (Λόγου) και αποκλείεται ότι είναι ύστερο δημιούργημα ή απέρρευσε αργότερα «εκ της θείας ουσίας» (Κύριλλος Αλέξ.).
Με τη φράση «και ο Λόγος ήν προς τον Θεόν» φανερώνεται: α) ότι ο Υιός υπάρχει ως ιδιαίτερο πρόσωπο, β) η σχέση του με τον Πατέρα.
Με τη φράση «και Θεός ήν ο Λόγος» διακηρύττεται η αληθινή θεότητα του Υιού Λόγου και αποκλείεται κάθε σκέψη ότι είναι κάποιος θεός κατώτερος, άνισος προς τον Πατέρα.
Θα σχολιάσει ο Μέγας Βασίλειος: «την εξ αϊδίου ύπαρξιν, την απαθή γέννησιν, το συμφυές τω Πατρί, το μεγαλείον της φύσεως,» του Θεού, όλα αυτά απλά και δωρικά παρέδωσε σ’ εμάς ο Ιωάννης.


«Πάντα δι’ αυτού εγένετο» διαβάζουμε στο Α’ κεφάλαιο στην αρχή του 3ου στίχου. Μέσα στη λέξη «πάντα», περικλείει ο ευαγγελιστής τα πάντα. Τη δημιουργία της ύλης, την ουσία του ορατού κόσμου και τη μορφοποίησή της από το Λόγο.
Κάθε δημιούργημα, μικρό ή μεγάλο, που το γνωρίσαμε ως ύπαρξη ή ως εύρημα αρχαιολογικό, ή που ακόμη αγνοούμε την ύπαρξή του «εγένετο δι’ αυτού», (Αυγουστίνος).
Ο Υιός δημιούργησε και «τα υπεράνω και τα υποκάτω, τα πνευματικά και τα σωματικά.» (Αυγουστίνος). Καμία μορφή, καμία «κατασκευή», δε μπορεί να νοηθεί χωρίς τη θέληση του Λόγου. Ακούσαμε στον Προοιμιακό τον Προφήτη να θαυμάζει: «τα πάντα εν σοφία εποίησας». Αυτή η αρμονία στη φύση είναι επιθυμία του Θεού να υπάρχει. «Ανοίξαντός σου τη χείρα τα σύμπαντα πλησθείσονται αγαθότητος, αποστρέψαντος δε ταραχθήσονται» συλλογιέται ο Δαυϊδ.
Αλλά και η ύπαρξή μας, η αποτελούμενη από ορατό και αόρατο μέρος, βρίσκεται σε τέτοια αρμονία από θεϊκή επιθυμία. Ωστόσο ο άνθρωπος αυτεξούσια, εγωιστικά απεστράφη τον Θεό και επέλεξε «ως άνθος» να «μαραίνεται» και να διαλύεται.
Αποτελεί βασική δογματική διδασκαλία η πίστη στο Δημιουργό Θεό και αυτό το ομολογούμε ήδη από την πρώτη σχέση μαζί Του στο Σύμβολο της Πίστεως, στο Μυστήριο του αγίου Βαπτίσματος.
Αυτή η πίστη θα μας βοηθήσει αργότερα να Τον πιστέψουμε ως Θεό Σωτήρα και Λυτρωτή. Θα μας προφυλάξει από την υποδούλωση στην παροδική ομορφιά της ύλης και τη συνειδητή ή ασυνείδητη θεοποίησή της. Και θα μας βοηθήσει στην με επίγνωση μετάνοιά και δοξολογία Του.

Με σαφήνεια ο ευαγγελιστής παρουσιάζει το ρόλο του Λόγου στη Δημιουργία. Με το «δι’ αυτού» ομολογεί και δείχνει ότι δεν είναι υποδεέστερος Θεός (Θεόδωρος Μοψ.) που να υπακούει σε «αλλότρια θελήματα» ή προστάγματα, (Κύριλλος Αλεξ.), αλλά κατά φύση Θεός, «Θεός εκ Θεού αληθινός», συνδημιουργός της κτίσεως. Είναι «ισχύς του Θεού και Πατρός, ως Υιός,» και «ως Μονογενής τα πάντα εργάζεται». Η Δημιουργία λοιπόν έγινε με τη συνεργασία των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδας, «πάντα γαρ εκ Πατρός δι’ Υιού εν αγίω Πνεύματι» (Κύριλλος Αλεξ.).
Εξηγεί ο Ζηγαβινός, ότι η πρόθεση «διά» εκφράζει την πλήρη ενότητα της θελήσεως του Πατρός και του Υιού. Ο Πατήρ δίνει το δημιουργικό πρόσταγμα, ο Υιός Λόγος το φέρνει σε πέρας και το άγιο Πνεύμα τελειοποιεί τη Δημιουργία με τη ζωοποιό πνοή Του.
Ο Πατήρ αποτελεί την απώτερη, την προκαταρκτική, αιτία. Ο Υιός και Λόγος την προσεχεστέρα, αυτήν που ακολουθεί, και το άγιο Πνεύμα την τελειωτική αιτία.

Αλλά δεν αρχίζει μόνο ο Ιωάννης το Ευαγγέλιό του με το «Εν αρχή», έτσι αρχίζει ολόκληρη η Βίβλος.
«Εν αρχή ο Θεός εποίησε», γράφει μερικές εκατοντάδες χρόνια πριν ο θεόπτης Μωυσής στο πρώτο βιβλίο της Αγίας Γραφής, τη Γένεση, όπου περιγράφει την αρχή της Δημιουργίας.
Έτσι η «αρχή» γίνεται ένα σημείο εκκίνησης. Ο Ιωάννης, από εκεί ανεβαίνει προς τα ανώτερα στρώματα του Θεού Δημιουργού. Από εκεί κι ο Μωυσής κατεβαίνει και περνώντας, ακαριαία σχεδόν, το δημιουργικό χρόνο περιγράφει τη Δημιουργία από την αρχή ως το τέλος της που είναι η κατασκευή, πλάση, του ανθρώπου.
Κι εδώ ο Θεός είναι ένας. Όμως εξαιτίας του χρόνου και της πνευματικής κατάστασης του ανθρώπου είναι δυσδιάκριτη η τριαδικότητά Του.
Στο Α΄ κεφάλαιο στο στίχο 26 διαβάζουμε: «Και είπεν ο Θεός∙ ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν». Το σημείο αυτό μας αφορά ως υπάρξεις. Είναι η στιγμή που ο Θεός φέρνει από την ανυπαρξία στην ύπαρξη τον άνθρωπο. Και φανερώνει τη σπουδαιότητα που δίνει ο Θεός στη δημιουργία του. Τη δημιουργία μας. Κι αυτό το ενδιαφέρον ισχύει για πάντα.
Είναι όμως και σημείο, ένα από τα λίγα της Παλαιάς Διαθήκης που, στο «ποιήσωμεν», προβάλλεται το τρισυπόστατο του Θεού, και στο «άνθρωπον» το ομοούσιο των προσώπων Του. Η λέξη άνθρωπος περιέχει και τα δύο φύλλα, άνδρα και γυναίκα. Δηλώνει το σύνολο των ανθρώπων, το ανθρώπινο είδος αλλά και κάθε ανθρώπινη ύπαρξη.

  Η σημασία της λέξης εικόνα στην Π.Δ. φανερώνει μία σχέση εσωτερική, μία συγγένεια πνευματική και μια επικοινωνία με το Δημιουργό. Το «κατ’ εικόνα» μας οδηγεί στο πρότυπο σύμφωνα με το οποίο φτιάχτηκε ο άνθρωπος. Ο Απ. Παύλος, εξηγεί ότι πρότυπο είναι ο Χριστός, η φυσική εικόνα του Θεού. Κι ο άνθρωπος μοιάζοντας στο Χριστό είναι η τεχνητή εικόνα. Επομένως ο άνθρωπος Του μοιάζει στο πνευματικό μέρος μιας και ο Θεός είναι ασώματος και άυλος.
Το  «Καθ’ ομοίωσιν», να προσπαθήσει να μοιάσει στο Θεό, εξηγεί  το σκοπό για τον οποίο φτιάχτηκε ο άνθρωπος. Πράγμα που θα πετύχαινε με τη μίμηση του Θεού. Αφού ο Θεός στη φύση του είναι πνεύμα, ο άνθρωπος χρησιμοποιώντας τα υλικά και πνευματικά δώρα θα προσπαθούσε να Τον μιμηθεί και να Του μοιάσει πνευματικά.
Ο Θεός πλάθοντας τον άνθρωπο «άρσεν και θήλυ», προίκισε και τους δύο εξίσου. Στοχεύοντας στην επικοινωνία μαζί Του και μεταξύ τους, ώστε με αγάπη και σεβασμό να εξουσιάζουν την Κτίση.
Ορίστε μερικά από τα  στοιχεία του «κατ’ εικόνα» που χωρίζονται σε:
Α) πνευματικά: το λογικό, που είναι η ικανότητα να μιλάει, να σκέφτεται και να αποφασίζει, το αυτεξούσιο δηλαδή η ελευθερία στις αποφάσεις του, η αθανασία της ψυχής, και άλλα  και σε
Β) υλικά: που είναι η εσωτερική και εξωτερική διαφορά με τα ζώα και η ανυπαρξία όποιας ομοιότητας με αυτά. Η κοινωνικότητα, η αγάπη και η θυσιαστική τάση, η δυνατότητα να δημιουργεί με λογικό τρόπο και η άσκηση εξουσίας πάνω στην άλλη Δημιουργία.
Έτσι ο άνθρωπος είναι ένα σύνολο υλικό και πνευματικό, ένας σύνδεσμος μεταξύ πνευματικού και υλικού κόσμου. 
  Οπλισμένος ο άνθρωπος με τα χαρίσματα αυτά, που ο Θεός ως Δημιουργός κατέχει τέλεια και πλήρως, και χρησιμοποιώντας τα όπως Αυτός όριζε, θα κατάφερνε να οδηγηθεί στο «καθ’ ομοίωσιν».
 Όφειλε σε όλα να μιμείται και να υπακούει το Θεό. Να μην έχει κακία, να είναι κοινωνικός, να αγαπάει τους άλλους, να μην κρατάει κακό σε κανένα, να μισεί την πονηριά και να προσπαθεί γενικά να μην αμαρτάνει.
Αλλά ήταν ελεύθερος να αποφασίσει αν θα ακολουθήσει το Θεό και να βρίσκεται σε σχέση μαζί Του ή να ακολουθήσει ένα διαφορετικό δρόμο χωρίς το Θεό.  Διάλεξε να μην υπακούσει και να φύγει μακριά ακολουθώντας τις συμβουλές του διαβόλου. Αποτέλεσμα ήταν η απώλεια της επικοινωνίας  με το Θεό και η όλο και περισσότερο ολισθηρή πορεία στην αμαρτία και τελικά στο θάνατο.
Αλλά η αγάπη του Δημιουργού στάθηκε εμπόδιο και δεν εγκατέλειψε μόνο το πλάσμα Του. Υποσχέθηκε ότι θα έλθει στη γη όταν θα φτάσει ο κατάλληλος καιρός για να το βοηθήσει να ξαναβρεί τον προορισμό του.
Και  αυτό το τόσο εκπληκτικά παράδοξο μας το παρουσιάζει ο Ιωάννης με απόλυτο τρόπο: «Και ο Λόγος σάρξ εγένετο».
Ο Ιωάννης τονίζει το γεγονός με μια ισχυρή αντίθεση. Ο Λόγος που «ήν», που ήταν στην αρχή της Δημιουργίας, «εγένετο», έγινε. Αυτός που ήταν Θεός, «σάρκα φορέσας» (Μεγ. Αθανάσιος), έγινε άνθρωπος, ο άυλος έγινε υλικός, ο ασώματος αποκτά φθαρτό σώμα. Δέχεται όλες τις επιπτώσεις και ασθένειες της ανθρώπινης φύσης, εκτός από την αμαρτία.
Έγινε άνθρωπος χωρίς να μεταβάλει τη Φύση Του. Γιατί δε θα ήταν Θεός αν η Φύση Του δεχόταν τροπή και αλλοιωνόταν. Επειδή είναι Θεός μπορεί και κάνει τα πάντα χωρίς να δεχθεί την παραμικρή μεταβολή.

Η έννοια της σάρκας δείχνει τον άνθρωπο βυθισμένο και υπόδουλο στην αμαρτία. Και ο Χριστός παρόλο που υπήρξε άμωμος και  απόλυτα αναμάρτητος παρουσιάσθηκε «εν ομοιώματι σαρκός αμαρτίας» (Ρωμ. η 3). Η απόλυτη αγάπη του Λυτρωτή για το πλάσμα Του, οδήγησε το Δεσπότη να προσλάβει δούλου μορφή.
Ο Λόγος «εσκήνωσεν εν ημίν», για να δείξει την παροδικότητα του γεγονότος και το προσωρινό της πράξεως αποκλείοντας την όποια σκέψη τροπής της Φύσεώς Του. Καθώς και τις συνθήκες υπό τις οποίες ήρθε στη γη. Τέλος για να υπενθυμίσει στους Ιουδαίους ότι στην έρημο, στη Σκηνή του Μαρτυρίου, ο Ίδιος ήταν παρών κι εκεί. (Εξ. Κε 8, 9).

Η επίβαση του κοσμοποιού Λόγου πάνω στο κοσμικό σώμα, το σύμπαν, αποδείχθηκε, αναδείχθηκε και φανερώθηκε από τα έργα που πραγματοποίησε ο Λόγος μέσω της σωματικής παρουσίας, κατά την πολυποίκιλη συναναστροφή Του μεταξύ των ανθρώπων. Και είναι όλα όσα ξεκίνησαν με τη Γέννηση, το Σταυρικό θάνατο και την ένδοξη Ανάσταση κληροδοτώντας μας όλα τα σωτήρια αποτελέσματα. (Βας. Ψευτογκάς).

Αν η αγάπη υπήρξε η πρώτη αιτία της πλάσης του ανθρώπου και του κόσμου δύο ακόμη αιτίες εντοπίζουμε στην ενανθρώπιση του Λόγου.
Πρώτη αιτία είναι να ξαναδοθεί στον άνθρωπο, η χαμένη από την παρακοή, αθανασία και αφθαρσία της ψυχής με την δια της Αναστάσεως νίκη επί του θανάτου. Και μέσω της απολύτου υπακοής του Υιού Λόγου στον Θεό Πατέρα, να καταργηθούν ως αιτίες θανάτου οι παρακοές των ανθρώπων.
Δεύτερη αιτία είναι η επαναφορά του ανθρώπου στην επίγνωση του αληθινού Θεού. Να γνωρίσει ο άνθρωπος δια του Υιού και Λόγου το Θεό Πατέρα και να απαλλαγεί από την απάτη του διαβόλου, την προσκόλληση στα είδωλα, τη δεισιδαιμονία και την υποδούλωση στα πάθη που γεννάει ο παλαιός άνθρωπος.
Ο άνθρωπος αναγεννάτε εν Χριστώ Ιησού και εν τη Εκκλησία. Και ανακτώντας την αρχική εικόνα αποκαθίσταται και πάλι κυρίαρχος της Κτίσεως.

Πράγματι το πέρασμα των αιώνων έδειξε ότι ο άνθρωπος αδυνατούσε να πραγματοποιήσει μόνος την ανόρθωσή του. Επιπλέον καμία δύναμη δεν υπήρχε που να μπορεί να το πραγματοποιήσει γι’ αυτόν. Η μετάνοια και η σωτηρία είναι θεία δωρεά και πηγάζει από το Θεό Πατέρα με την παραδοχή του Υιού και Λόγου Του ως Σωτήρα.
Αυτό ομολογούμε οι ιερείς στην Προσκομιδή: «ούτε γαρ άγγελος, ούτε άνθρωπος αλλ’ αυτός ο Κύριος, έσωσας ημάς·».


Σε λίγες μέρες θα γιορτάσουμε την είσοδο του Λόγου στην ιστορία και θα ξαναδεχτούμε την πρόσκληση μετανοούντες να συμμετάσχουμε σ’ αυτό το νέο τρόπο ζωής. Ίσως θα αναθεωρήσουμε πάλι τις ανθρώπινες σχέσεις και θα θέσουμε ξανά νέες αξιολογικές βάσεις για τις καθημερινές πράξεις μας.
Με νέα μάτια θα δούμε την ενανθρώπηση του Λόγου ως την ύψιστη πράξη απόδειξης της ιερότητας της ανθρώπινης ύπαρξης. Θα δούμε τη δυνατότητα ο άνθρωπος να μπορεί να ανταποκριθεί στην πρόσκληση του Θεού που οδηγεί στο φυσικό προορισμό του.
Γιατί ο Λόγος γενόμενος άνθρωπος δεν προσέλαβε ένα ορισμένο ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά προσλαμβάνει γενικά τον κάθε άνθρωπο. Προσκαλεί και ως Φώς αληθινό φωτίζει τους πάντες, αλλά φωτίζονται όσοι έχουν τη διάθεση να μετανοήσουν και την προαίρεση να Τον δεχθούν.
Αν και ο Λόγος «εν τω κόσμω ήν», «ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω».
Ο Λόγος ήταν και είναι μέσα στην Κτίση, όμως ο άνθρωπος δε μπορεί να τον γνωρίσει. Κανείς δε μπορεί μόνος να φτάσει σ’ Αυτόν. Η προσωπική σχέση του καθενός μαζί Του είναι βασική προϋπόθεση της γνώσης Του. Η απάντηση στην πρόσκληση που μας απευθύνει, είναι ο ρόλος που έχει στη ζωή μας ο Λόγος ως «γινωσκόμενο αντικείμενο». Αν και γιατί θέλουμε το Θεό στη ζωή μας.
Η σωτηρία που ετοίμασε και χαρίζει ο Χριστός έχει ένα ενδεικτικό σημείο, τη Μετάνοια. Αυτή οδηγεί στην πίστη και την ενεργή ένταξη των πιστών στην Εκκλησία, τη νέα οικογένεια του Θεού, την Καινή Κτίση.

Μετάνοια κήρυττε και ο Πρόδρομος στην αρχή του έργου του. Βασική προϋπόθεσή είχε την αγάπη. Μετάνοια δίδασκε και ο Χριστός και μετάνοια ζήτησε από τον Πέτρο. Βάπτιζε «εν ύδατι» ο Πρόδρομος για να ετοιμάσει τον κόσμο για την υποδοχή του Μεσσία.
Βαπτίζεται στο όνομα της Αγίας Τριάδος ο πιστός και εισέρχεται στην Εκκλησία για να ζήσει το υπέρτατο Μυστήριο, την ένωση κτιστού και Άκτιστου. Να ζήσει μια κατάσταση που όμοια δεν έζησε ο κόσμος. Που δεν έχει λογική εξήγηση αλλά ερμηνεύεται βιωματικά από την Αγάπη του Θεού.
Ο άνθρωπος καλείται να ζήσει τη σχέση με το Σταυρωμένο και Αναστημένο Χριστό. Καλείται να συσταυρωθεί και να συναναστηθεί. Να ζήσει αυτό που βίωναν στο διάβα των αιώνων οι Απόστολοι και όλοι οι άγιοι. Να νοιώσει «εν Αγίω Πνεύματι» τη χαρά και τη ζωντάνια της Θείας Ευχαριστίας ως κοινωνός του Σταυρωθέντος και Αναστάντος Χριστού.
Γιατί η ανθρώπινη δίψα για Θεό δε σβήνει με καμία ορθολογική αντιμετώπιση. Η γλύκα που προσφέρει το Σώμα του ζώντος Χριστού, η Εκκλησία, διατρέχει τον άνθρωπο στο διάβα των αιώνων και ορίζει τη ζωή του ως το τέλος της.
Ο Χριστός προσκαλεί τον άνθρωπο ελεύθερα να αποδεχθεί την πλήρη ένωση μαζί Του κι έτσι να λυτρώσει και την Κτίση. Δείχνει απόλυτο σεβασμό στην όποια ανθρώπινη επιλογή. Αν αυτή καταλήγει σε τραγωδία δεν παύει να μιλάει στον άνθρωπο ώσπου να νοήσει και να μετανοήσει: «υιέ μου δος μοι σην καρδίαν». Είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος μυστηριακά να προσφέρει τον Εαυτό Του για την ελευθερία του ανθρώπου.
Ο Χριστός έρχεται και καλεί από αγάπη. Για να ενώσει στον Εαυτό Του, το Θεό, με τον άνθρωπο. Ντύνεται την ανθρώπινη φύση για να αποκαλύψει στον μετανοημένο άνθρωπο τη Θεανθρώπινη κοινωνία που είναι ο απώτερος σκοπός της Δημιουργίας.
Αποκαλύπτει το δυναμικό χαρακτήρα της Εκκλησίας και προσφέρει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να μεταμορφωθεί και να ζήσει αυτή τη Μυστηριακή κράση Θεού και ανθρώπου. Γιατί η Εκκλησία «σημαίνεται εν τοις Μυστηρίοις» και δει στο κορυφαίο Μυστήριο τη Θεία Ευχαριστία.
Ο μετανοημένος άνθρωπος καλείται να ζήσει την πρόσληψη του κτιστού από το Άκτιστο σε μια προσωπική κοινωνία που διεξάγεται σ’ ένα περιβάλλον αγάπης. Αφού ο Χριστός στο πρόσωπό Του έχει ενώσει αγαπητικά την ανθρώπινη φύση και έτσι όλη την Κτίση με τη Θεότητα. Ο αγιασμός, δια των ανθρώπων, μεταδίδεται σ’ όλη την Κτίση και επιτελείται η προαιώνια επιθυμία του Θεού. Ο μυστικός Γάμος του Χριστού με τον αγαπημένο λαό Του.

Ο Θεός ως Αγάπη εργάζεται τη σωτηρία με απόλυτο σεβασμό στην ελευθερία του ανθρώπου. Ολόκληρο το σχέδιο της Θείας Οικονομίας, όπως περιγράφεται στην Αγία Γραφή, είναι μία πρόσκληση – πρόκληση  στην ελευθερία.
Η ευθύνη του ανθρώπου, που πηγάζει από την θέση του ως κεφαλή της Δημιουργίας, έχει ως βάση της την ελευθερία. Η ελευθερία είναι προϋπόθεση για να απαντήσει ο άνθρωπος στη θεία κλήση.
Προτρέποντας ο Θεός τον άνθρωπο σε μετάνοια ρώτησε: «Αδάμ, πού είσαι;». Κι αυτός στάθηκε αρνητικά «προς τον Θεό». Επέλεξε το θάνατο απ’ τη αιώνια Ζωή. Κι αυτό το έκανε με απόλυτη ελευθερία. Επέλεξε το διάβολο που νεκρώνει και διαλύει παρά το Θεό που ζωοποιεί και συνέχει.
Το Ευαγγέλιο διαπνέεται από το μήνυμα της ελευθερίας και της απελευθέρωσης του ανθρώπου απ’ τα δεσμά της αμαρτίας και το τέλος της το θάνατο.
Σε όλες της παραβολές και τα θαύματα, βάση της θεραπείας του ανθρώπου είναι η ελεύθερη προσέλευση στο Θεό και η εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν. «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, … πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ  Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν» διαβάζουμε στην περικοπή της Κυριακή Ζ΄ Λουκά.
Ο Χριστός ελεύθερα πορεύθηκε στο Σταυρό και την Ανάσταση. Η μόνη, ίσως, «ανάγκη» που τον πίεζε ήταν η Αγάπη και η ελευθερία. Γιατί η Εκκλησία ως Μυστήριο, ως κοινωνία ελεύθερων προσώπων, παύει να υπάρχει και γίνεται θρησκεία όταν πιεστικά ή με μαγικό τρόπο προβάλει τη σωτηρία.
Ο Τελώνης, ο Άσωτος, ο Ζακχαίος, η Πόρνη και τόσοι άλλοι, ελεύθερα προσέρχονται στο Χριστό και προβάλλουν έμπρακτα τη μετάνοιά τους.
Το Άγιο Πνεύμα χαριτώνει την ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου και μέσα στο Εκκλησιαστικό Σώμα, όπου δεσπόζει η αγάπη και η ελευθερία, αναδημιουργεί το κτίσμα με τη συμμετοχή του στο μυστηριακό τρόπο ζωής.

Τις μέρες που έρχονται καλούμεθα σ’ αυτό ακριβώς να συμμετάσχουμε και να γιορτάσουμε. Την πραγμάτωση της υπακοής και της ελευθερίας.
Η Παρθένος Μαρία πραγματοποίησε ό,τι δεν κατορθώθηκε ως τότε από κανένα βιβλικό πρόσωπο. Ελεύθερα συγκατατίθεται και προσφέρει την άσπιλη σάρκα της στο Θεό. Υπακούοντας ταπεινά στο Τριαδικό θέλημα γίνεται οδός μετανοίας και συνεργός του Δημιουργού στην αναδημιουργία του κόσμου.
Υπηρετεί ταπεινά το Θεό και συντελεί στην πραγματοποίηση της θεανθρώπινης συνεργασίας. Κι αυτό έχει αποκαλυπτικό χαρακτήρα για εμάς. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος μετανοεί, δε βρίσκεται μόνος στο δρόμο της σωτηρίας. Ενώνεται μαζί με τον Άκτιστο. Κι αυτό είναι αποτέλεσμα της Θείας Χάρης και της  ελεύθερης βούλησης.

Κλείνοντας, εύχομαι ταπεινά στον καθένα μας, και από αυτά τα Χριστούγεννα, να βγούμε πλέον ωφελημένοι,  για να μπορέσουμε να πούμε και φέτος: «Ζώ δε ουκέτι εγώ, ζεί δε εν εμοί ο Χριστός». Αμήν.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου