Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

Το Μυστήριο της Μετανοίας και Εξομολογήσεως και τα άλλα Μυστήρια της Εκκλησίας



Γράφει ο Αιδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Κίτσιος

Αν προσπαθήσουμε να αναζητήσουμε έναν ορισμό για τη λέξη Μυστήριο στη ζωή της Εκκλησίας, όπως αυτή αποτυπώνεται στην Αγία Γραφή και τα έργα των Πατέρων της, δε θα βρούμε.
Αλλά ξεφυλλίζοντας τα εγχειρίδια Δογματικής, που διδάσκονται στις Θεολογικές Σχολές, θα δούμε πως: «Μυστήρια λέμε τις θεοσύστατες τελετές που φανερώνουν τη θεία Χάρη», ή κάτι ανάλογο.
Εμείς ως Χριστιανοί πιστεύουμε ότι ο Θεός αποκαλύφθηκε σ’ εμάς και μπορεί να γίνεται κατανοητό από εμάς όχι η φύση Του αλλά μόνο οι ενέργειές Του. Πιστεύουμε ότι ο Θεός από τη στιγμή που έπλασε την Κτίση βρίσκεται σε διαρκή σχέση μαζί της. Ακόμη και όταν ο άνθρωπος απομάκρυνε τον εαυτό του απ’ το Θεό, Εκείνος δεν τον εγκατέλειψε αλλά δια των Άκτιστων ενεργειών Του, «συνέχει και συγκροτεί» όλη τη Δημιουργία.
Σε κάποια χρονική στιγμή ο Θεός αποφάσισε και αποκάλυψε τον Εαυτό Του στον άνθρωπο σε μια δυναμική ενέργεια. Αυτή η αποκάλυψη είχε ως στόχο να πλουτίσει την Κτίση και να την κάνει μέτοχο στις θείες ενέργειες, ώστε να μπορέσει ανακαινούμενη να αποκτήσει το «αρχαίον κάλος» της.
Και ο πλουτισμός δεν αφορά τίποτε άλλο παρά τη συμμετοχή στη ζωή του Θεού. Δηλαδή ο άνθρωπος μετά το βιολογικό θάνατο να μην υποστεί και τον πνευματικό θάνατο που θα τον κρατήσει για πάντα μακριά απ’ το Θεό. Γι’ αυτό στόχος αυτής της σχέσης δεν είναι ο άνθρωπος να είναι «ηθικός» για να πλησιάσει το Θεό αλλά πλησιάζοντάς Τον να αποκτήσει τη θεία αγαθότητα. Μιας και ο Θεός απ’ τη φύση Του είναι Αγαθός, παρέχει στον άνθρωπο αυτή τη δυνατότητα. Να γίνει δηλαδή κατά Χάρη αγαθός, κατά χάριν θεός.
Κι όλη αυτή η σχέση αποτελεί από μόνη της ένα μυστήριο. Πως δηλαδή ο Άκτιστος Θεός ενεργώντας συνέλαβε το σχέδιο της Δημιουργίας, πως δημιούργησε την κτιστή, πως της έδωσε μορφή. Και τέλος το σημαντικότερο, πως ενήργησε για να εξαγιάσει τον άνθρωπο και να τον κάνει μέτοχο της Βασιλείας Του.

Οι φανερώσεις του Θεού συμβάλλουν στο να βοηθήσουν τον άνθρωπο και λέγονται θεοφάνειες ή φωτοφάνειες. Κύριος στόχος τους είναι η θεραπεία της ανθρώπινης φύσης και εν γένει όλης της Δημιουργίας.
Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, τα μυστήρια αποτελούν εκφάνσεις (φανερώσεις) της σχέσης Άκτιστου Θεού και κτιστής Δημιουργίας και κυρίως του ανθρώπου. Συμβάλλουν στην τελείωση και προκοπή του ανθρώπου. Έτσι λοιπόν χάνεται κάθε έννοια «μαγικότητας» απ’ αυτά. Γιατί τα μυστήρια είναι συγκεκριμένα φαινόμενα που φανερώνουν την ενότητα αισθητών και νοητών πραγμάτων. Γι’ αυτό κάθε μυστήριο δε μπορεί να θεωρηθεί αυτόνομη πράξη, ανεξάρτητο από τα άλλα και άσχετο με την ιστορική πραγματικότητα του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας.
Επιπλέον τα μυστήρια αποτελούνται από συγκεκριμένα υλικά στοιχεία (κτιστά) που μέσω της θείας ενέργειας (άκτιστο) αγιάζονται και μεταμορφώνονται. Η Εκκλησία λοιπόν μέσω των μυστηρίων παρέχει τη θεία Χάρη για να θεραπεύσει το (κτιστό) σώμα της και να το λυτρώσει απ’ τη διάβρωση που προξενεί η αμαρτία.
Τα μυστήρια δεν αποτελούν επιπρόσθετες πράξεις στο σώμα της Εκκλησίας. Αλλά είναι οργανικές λειτουργίες του ενιαίου εκκλησιαστικού σώματος. Δεν αφορούν μέρος της Εκκλησίας αλλά το σύνολό της. Δεν τα τελεί επιλεκτικά μέρος των πιστών αλλά έχει χρέος να συμμετέχει σ’ αυτά το σύνολο των πιστών. Είναι αυτό ακριβώς που είχε ειπωθεί τον 14ο αιώνα και έχει διαχρονική αξία. Ότι δηλαδή η Εκκλησία «σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις».
Αυτό φαίνεται κυρίως στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας όπου η εκκλησιαστική κοινότητα συγκροτείται σε σώμα και συμμετέχει ζωντανά στη θεία ζωή. Από τις απαρχές της Δημιουργίας ως την αναμενόμενη Δεύτερη Παρουσία του Χριστού, νικώντας κατ’ αυτή τη συμμετοχή τις δαιμονικές δυνάμεις.
Γι’ αυτό λοιπόν δε μπορούμε να ορίσουμε τι σημαίνει μυστήριο. Γιατί τα μυστήρια είναι και δίνουν ζωή και η ζωή δε μπορεί να οριστεί αφού Ζωή είναι ο ίδιος ο Θεός. Μπορούμε όμως να τα περιγράψουμε σαν μέλη ενός ενιαίου συνόλου. Σαν τα κλαδιά ενός δέντρου, σαν τα κλήματα ενός αμπελιού, σαν τα μέλη του σώματος.
Και αυτές οι εικόνες δεν αφορούν σε αφηρημένες «φιλοσοφικές» έννοιες αλλά αποτελούν σύμβολα της ιστορικής εξέλιξης της ανθρώπινης σωτηρίας. Συμβολίζουν δηλαδή όλες τις ενέργειες του Άκτιστου Θεού στην ιστορία της θείας οικονομίας. Αλλού πάλι τα μυστήρια ονομάζονται «θύρες» και «πύλες» απ’ τις οποίες εισέρχεται ο Χριστός ως λυτρωτικό φώς για να θεραπεύσει τον κτιστό άνθρωπο.
Και ασφαλώς δε μπορούν να θεωρηθούν τα μυστήρια «μαγικές πράξεις». Πρώτα γιατί φανερώνουν τη λειτουργία ενός συγκεκριμένου ιστορικού σώματος αλλά και επειδή έχουν ως βάση τους, ως αρχή ύπαρξης, ένα φυσικό φαινόμενο ή ένα ιστορικό γεγονός. Επίσης δεν μπορούν να αριθμηθούν επακριβώς αλλά τονίζονται τα κυριότερα από αυτά.
Η διάκριση των μυστηρίων θα μπορούσε να στηριχθεί μόνο στο σκοπό που επιδιώκεται και στο αποτέλεσμα που φέρουν. Δηλαδή τι ακριβώς είναι ανάγκη να εξαγιασθεί την καθορισμένη χρονική στιγμή μέσα στο σύνολο του όλου εξαγιασμού.
 Ας δούμε όμως τι σημαίνει αυτό.
 Ας ξεκινήσουμε με το μυστήριο του Βαπτίσματος μιας και είναι το κατ’ εξοχήν μυστήριο που κανείς εισέρχεται στο εκκλησιαστικό σώμα. Αυτό δεν θα μπορούσε να υπάρχει και να έχει θεραπευτική ισχύ αν δε στηριζόταν σε κάποια θεία ενέργεια. Κι αυτή είναι η σάρκωση, ο δια σταυρού θάνατος και η ένδοξη ανάσταση. Το αυτό ισχύει και για το λεγόμενο Μυστήριο Των Μυστηρίων, τη Θεία Ευχαριστία, όπου συγκροτείται το εκκλησιαστικό σώμα και έρχεται σε κοινωνία με την κεφαλή του το Χριστό. Και το Χρίσμα επίσης σχετίζεται με τη σάρκωση γιατί σ’ αυτό χρίεται η ανθρώπινη φύση προσλαμβανόμενη από τον Υιό και λόγο του Θεού. Το αυτό ισχύει για την Ιεροσύνη αφού ο πρώτος και Μέγας Αρχιερεύς είναι ο Χριστός ο οποίος προσφέρει ως θυσία τον ίδιο τον εαυτό του. Ο Γάμος επίσης υπάρχει από την αρχή της δημιουργίας αφού ο Θεός «εποίησεν άρσεν και θήλυ» τον άνθρωπο και η παρουσία του Χριστού στο γάμο της Κανά ενισχύει την ιερότητα του γάμου.


Μέρος λοιπόν της μυστηριακής ολότητας αποτελεί και το μυστήριο της Μετάνοιας και της Εξομολογήσεως. Στην κυριολεξία αποτελείται από δύο μέρη.
 Το πρώτο μέρος αποτελεί η Μετάνοια που συνίσταται στην εξολοκλήρου μεταστροφή ενός ανθρώπου ή ενός λαού από τη διάπραξη θελημάτων αντιθέτων από το θέλημα του Θεού, στην εφαρμογή του Θείου θελήματος. Γεγονός που συνεπάγεται τη μετάβαση από την παραφύση στην κατά φύση ζωή.
Στο δεύτερο μέρος φαίνεται η εξουσία που έχει δοθεί στο σώμα της Εκκλησίας, να ενεργεί ως σύνολο, ή ως μέρος διαμέσου των φορέων των χαρισμάτων που είναι ο επίσκοπος και το σύνολο των πρεσβυτέρων, ώστε να συγχωρεί επί γης αμαρτίες κατόπιν εξομολογήσεως.

Τι σημαίνει όμως άφεση αμαρτιών; Σύμφωνα με το στόχο των μυστηρίων η άφεση σημαίνει θεραπεία. Και θεραπεία είναι ενέργεια άκτιστη για την αποκατάσταση του ανθρώπου στην πρώτη κατάσταση. Γι’ αυτό τα επιτίμια έχουν χαρακτήρα θεραπευτικό και όχι νομικό.
Τα πρώτα χρόνια η εξομολόγηση γινόταν δημόσια με παρών όλο το εκκλησιαστικό σώμα αφού από αυτό απορρέει όλη η δύναμη της συγχωρήσεως, αφού κάθε μυστήριο σημαίνει σύναξη. Όμως από τον Δ΄ αιώνα και εξής καθιερώνεται η μυστικότητα του μυστηρίου για διάφορους λόγους, ο πιο σημαντικός είναι ότι στον ανθρώπινο νόμο για κάποια αμαρτήματα ισχύει η ποινή του θανάτου με συνακόλουθο την χαλάρωση του χριστιανικού ζήλου για τη σωτηρία της ψυχής.
Την εξομολόγηση διακινούσε ο επίσκοπος και αργότερα ορισμένοι εκ των πρεσβυτέρων, ως χαρισματικός εκπρόσωπος της εκκλησιαστικής κοινότητας, ώστε δια μέσω αυτού να συμμετέχει και ενεργεί όλο το σώμα.
Το μυστήριο τούτο δε, τελείται εφάπαξ, όπως η βάπτιση ή η ιεροσύνη αλλά είναι επαλαμβανόμενο, όπως η Θεία Ευχαριστία. Ο λόγος είναι ότι η θεραπεία από τη φθορά της αμαρτίας είναι συνεχής και δεν επιτυγχάνεται μία φορά. Έχει τη σημασία του αναβαπτισμού, της ανακαίνισης της φύσεως.
Συντελεί στην κάθαρση και οδήγηση του νου στο Θεό, στη λύπη που προξενεί η αμαρτωλότητα και η αίσθηση απώλειας του Θεού και τελικά οδηγεί σε μία συνεχή και αδιάκοπη σχέση με Αυτόν. Θεωρείται ως το πλέον θεραπευτικό και ικανό να ανορθώσει την πεσμένη ανθρώπινη φύση.

Τέλος αποτελεί δε θεμέλιο της μοναστικής ζωής και άσκησης. Αμήν


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου