Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Με αφορμή τη σημερινή γενέθλια ημέρα του)



Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στὴ Σκιάθο, στὶς 4 Μαρτίου 1851. Ἡ οἰκογένειά του ἦταν, ὅπως συνέβαινε συνήθως τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, πολύτεκνη. Ἡ σειρὰ τῶν παιδιῶν ἦταν ἡ ἑξῆς: Ἐμμανουὴλ (πέθανε σὲ νεανικὴ ἡλικία), Οὐρανία, Χαρίκλεια, Ἀλέξανδρος, Σοφούλα, Γεώργιος καὶ Κυρατσούλα. Ὁ πατέρας του Ἀδαμάντιος Ἐμμανουήλ, γόνος ναυτικῆς οἰκογένειας, ἦταν ἱερέας τοῦ νησιοῦ, στὸ ὁποῖο ἐπικρατοῦσε ἤδη ἀπὸ τὸν 18ο αἰώνα ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση τῶν Κολλυβάδων. Ἡ μητέρα του Γκιουλὼ (Ἀγγελικὴ) Ἀλεξάνδρου Μωραΐτη καταγόταν ἀπὸ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια τοῦ Μυστρᾶ, ἡ ὁποία ἐγκαταστάθηκε στὴ Σκιάθο πρὸς τὸ τέλος τοῦ 18ου αἰώνα.

Ὁ μικρὸς Ἀλέξανδρος φοίτησε στὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο τῆς Σκιάθου (1856 ἕως 1860), ὅπου φέρεται ἐγγεγραμμένος μὲ τὸ ὄνομα Ἀλέξανδρος Παπὰ Διαμάντης, στὸ Ἑλληνικὸ Σχολεῖο Σκιάθου (1860-1862), μὲ τὸ ὄνομα Ἀλέξανδρος Παπὰ Ἀδαμαντίου καὶ στὸ Σχολαρχεῖο Σκοπέλου (στὴν Γ´ τάξη, κατὰ τὸ σχολικὸ ἔτος 1865-1866), μὲ τὸ ὄνομα Ἀλέξανδρος Ἀδαμαντίου ἱερέως. Κατὰ τὸ σχολικὸ ἔτος 1867-1868 ἐγγράφεται στὴν Α´ τάξη τοῦ Γυμνασίου Χαλκίδος, ὡς Ἀλέξανδρος Ἀδαμαντιάδης. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἑπόμενου σχολικοῦ ἔτους ἔρχεται σὲ σύγκρουση μὲ τὸν καθηγητὴ τῶν Ἱερῶν (δηλαδὴ τῶν Θρησκευτικῶν), ὁ ὁποῖος τοῦ φαινόταν «πλέον τοῦ δέοντος ἀγράμματος», καὶ ἐγκαταλείπει τὴ φοίτηση στὴ μέση της χρονιᾶς. Τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1869, ἀφοῦ δίνει ἐξετάσεις, παίρνει τὸ ἐνδεικτικό της Β´ τάξης ἀπὸ τὴ Χαλκίδα καὶ τὸν Ὀκτώβριο ἐγγράφεται στὴ Γ´ τάξη τοῦ Γυμνασίου Πειραιῶς. Στὰ τέλη Ἰανουαρίου 1870 διακόπτει τὴ φοίτησή του στὸ Γυμνάσιο τοῦ Πειραιᾶ καὶ ἐπιστρέφει στὴ Σκιάθο. Ἕνα χρόνο ἀργότερα βρίσκεται στὴν Ἀθήνα μὲ συστατικὲς ἐπιστολὲς τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς Εὐαγγελιστρίας Σκιάθου Δαμιανοῦ πρὸς τὸν πρωθυπουργὸ Ἀλέξανδρο Κουμουνδοῦρο καὶ τὸν ὑπάλληλο τοῦ ὑπουργείου Παιδείας Βαλαβάνη. Ὡστόσο δὲν μπορεῖ ἢ μᾶλλον δὲ θέλει νὰ τοὺς συναντήσει. Τὸν Ἰούλιο τοῦ ἑπόμενου ἔτους πραγματοποιεῖ ταξίδι στὸ Ἅγιο Ὅρος, ὅπου, φιλοξενούμενος τοῦ μοναχοῦ Νήφωνα τῆς Μονῆς Δοχειαρίου, συμπατριώτη καὶ πιστοῦ φίλου του, παρέμεινε μερικοὺς μῆνες «χάριν προσκυνήσεως», ὅπως γράφει στὸ σύντομο αὐτοβιογραφικό του σημείωμα.

Στὶς 26 Σεπτεμβρίου 1873 φτάνει στὴν Ἀθήνα μέσῳ Χαλκίδας. Δίνει μὲ ἐπιτυχία κατατακτήριες ἐξετάσεις καὶ ἐγγράφεται στὴ Δ´ τάξη τοῦ Βαρβακείου Λυκείου. Φοιτᾶ στὸ Βαρβάκειο, ἐνῶ ταυτόχρονα παραδίδει καὶ κάποια ἰδιαίτερα μαθήματα, γιὰ νὰ ἐνισχύει τὰ πενιχρὰ οἰκονομικά του. Στὶς 16 Σεπτεμβρίου 1874 πῆρε τὸ ἀπολυτήριο τοῦ Βαρβακείου Λυκείου μὲ βαθμὸ «σχεδὸν καλῶς» 3 (μὲ ἄριστα τὸ 6) καὶ μὲ τὸ ὄνομα Ἀλέξανδρος Παπαδαμαντίου. Στὶς 25 Σεπτεμβρίου τοῦ ἴδιου ἔτους, ἀφοῦ ἀμφιταλαντεύτηκε ἀνάμεσα στὴ Θεολογία καὶ τὴ Φιλολογία, γράφτηκε στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ὅπου ἤδη φοιτοῦσαν τὰ ἐξαδέλφια του Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης καὶ Σωτήριος Οἰκονόμου. Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτούς, ὁ Παπαδιαμάντης δὲ θὰ τελειώσει ποτὲ τὴ σχολή. Στὸ αὐτοβιογραφικό του σημείωμα γράφει: «Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουσα κατ᾿ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ᾿ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην μὲ τὰς ξένας γλώσσας». Μένει στὴν Ἀθήνα καὶ προσπαθεῖ νὰ ἐξασφαλίσει τὰ πρὸς τὸ ζῆν κυρίως μὲ «προγυμνάσεις» μαθητῶν. Παράλληλα ἔχει διαρκῶς τὴν ἔγνοια γιὰ τὴν οἰκογένειά του καὶ ἐνεργεῖ γιὰ νὰ διευθετήσει ὑποθέσεις τοῦ πατέρα του καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἀπὸ τὸ 1876 ἀρχίζει νὰ δημοσιεύει ἀνωνύμως ἐπίκαιρα θρησκευτικὰ ἄρθρα στὴν ἐφημερίδα Ἐφημερίς. Συχνάζει στὸ βιβλιοπωλεῖο τοῦ Σπ. Κουσουλίνου καὶ ἀρχίζει νὰ γνωρίζεται μὲ δημοσιογράφους καὶ λογοτέχνες τῆς ἐποχῆς. Ἀπὸ τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1879 μέχρι τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1880 δημοσιεύει, μὲ τὴν προτροπὴ καὶ σύσταση τοῦ Βλάση Γαβριηλίδη, τὸ πρῶτο του ἱστορικὸ μυθιστόρημα «Ἡ Μετανάστις» στὴν ἐφημερίδα Νεολόγος τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὑπηρετεῖ στὸ στρατὸ ἀπὸ τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1880 μέχρι τὸν Ἰούνιο τοῦ 1881. Ἀπὸ τὸ 1882 ἀρχίζει νὰ ἐργάζεται ὡς μεταφραστὴς στὴν Ἐφημερίδα τοῦ Δ. Κορομηλᾶ. Ἀπὸ τότε καὶ μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του ἡ μετάφραση ἄρθρων γιὰ λογαριασμὸ ἐφημερίδων καὶ περιοδικῶν τῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ καὶ βιβλίων, ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ γαλλικά, ἀποτελεῖ τὴ βασικὴ πηγὴ βιοπορισμοῦ του. Μεταξὺ Νοεμβρίου 1882 καὶ Φεβρουαρίου 1883 δημοσιεύεται στὸ περιοδικὸ Μὴ χάνεσαι τὸ μυθιστόρημά του «Οἱ ἔμποροι τῶν ἐθνῶν», μὲ τὸ ψευδώνυμο «Μποέμ», ἐνῶ ἀπὸ τὸ Ἀπρίλιο μέχρι τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1884, στὴν Ἀκρόπολη τοῦ Βλάση Γαβριηλίδη, δημοσιεύεται τὸ τρίτο του μυθιστόρημα, «Ἡ Γυφτοπούλα».


Τὸ 1885 δημοσιεύεται τὸ ἱστορικὸ ἀφήγημα «Χρῆστος Μηλιώνης» καὶ στὶς 26 Δεκεμβρίου 1887, στὴν ἐφημερίδα Ἐφημερὶς τὸ πρῶτο του διήγημα μὲ τίτλο «Τὸ χριστόψωμο». Ἀπὸ τότε στρέφεται ἀποκλειστικὰ στὸ διήγημα, στὸ ὁποῖο ἀναδεικνύεται κορυφαῖος τεχνίτης. Ἡ ζωή του κυλᾶ ἀθόρυβα καὶ ταπεινὰ στὴν Ἀθήνα, ἀνάμεσά σε φτωχοὺς καὶ ἁπλοϊκοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ, μὲ κάποια διαλείμματα στὸ ἀγαπημένο του νησί. Μὲ τὰ διηγήματά του, δημοσιευόμενα σὲ ἐφημερίδες καὶ περιοδικά, κέρδισε τὴν ἀγάπη τοῦ ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ καὶ τὴν ἀναγνώριση καὶ ἐκτίμηση τῆς πλειονοψηφίας τοῦ πνευματικοῦ κόσμου τῆς ἐποχῆς. Παρὰ ταῦτα ὁ Παπαδιαμάντης ἀπέφευγε τοὺς φιλολογικοὺς κύκλους καὶ γενικότερα τὴ δημοσιότητα καὶ τὴν κοσμικὴ ζωή. Συχνάζει στὸ μπακάλικο τοῦ Καχριμάνη καὶ συναναστρέφεται πίνοντας κρασὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους τῶν λαϊκῶν συνοικιῶν, τῶν ὁποίων τὴ βασανισμένη ζωὴ μεταφέρει στὰ διηγήματά του. Συμμετέχει ἀπὸ τὴ θέση τοῦ δεξιοῦ ψάλτη στὶς ἀγρυπνίες τοῦ Προφήτη Ἐλισσαίου, ταπεινοῦ ἰδιωτικοῦ ναΐσκου (ὁ ὁποῖος μὲ ἐνέργειες τῆς Ἑταιρείας Παπαδιαμαντικῶν Σπουδῶν ἔχει ἀναστυλωθεῖ ἀπὸ τὸ 2004 καὶ στὸν ὁποῖο ἡ Ἑταιρεία τελεῖ κάθε μήνα ἀγρυπνία), μὲ ἀριστερὸ ψάλτη τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη. Ἡ μόνιμη οἰκονομικὴ δυσπραγία, ἡ ἀνάγκη νὰ ἐργάζεται ἐξαντλητικὰ ὡς μεταφραστής, ἀλλὰ καὶ ἰδιοσυγκρασιακοὶ παράγοντες τῆς ξεχωριστῆς καὶ προικισμένης προσωπικότητάς του, συνέβαλαν στὸ νὰ δημιουργηθεῖ γι᾿ αὐτὸν ἡ εἰκόνα τοῦ ἀπόκοσμου («Ὁ Κοσμοκαλόγερος» εἶναι ὁ τίτλος τῆς μυθιστορηματικῆς βιογραφίας του ἀπὸ τὸν Μιχάλη Περάνθη), τοῦ «μποέμ», τοῦ ἐκλεκτοῦ ἰδιόρρυθμου. Καθὼς ἡ ἀπὸ νωρὶς κλονισμένη ὑγεία του χειροτερεύει διαρκῶς, τὸ 1908 ἐπιστρέφει ὁριστικὰ στὴ Σκιάθο. Τὸ Νοέμβριο τοῦ 1910 ἀρρωσταίνει ἀπὸ πνευμονία καὶ στὶς 3 Ἰανουαρίου τοῦ 1911, ἐκεῖ, στὸ πατρικό του σπίτι, θὰ ἀφήσει τὴν τελευταία του πνοή, ἀφοῦ λίγες ὧρες πρὶν εἶχε ψάλει ὕμνο τῶν Ὡρῶν τῆς ἐπικείμενης γιορτῆς τῶν Φώτων.

Τὸ πρωτότυπο ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη μπορεῖ, σύμφωνα μὲ τὸν Κώστα Στεργιόπουλο, νὰ χωριστεῖ σὲ τρεῖς περιόδους. Στὴν πρώτη (1879-1885) ἀνήκουν τὰ τρία προαναφερθέντα μυθιστορήματα καθὼς καὶ ὁ «Χρῆστος Μηλιώνης». Ἡ διηγηματογραφία ἐκτείνεται στὴ δεύτερη (1886-1896) καὶ στὴν τρίτη (1898-1910) περίοδο. Ἀντιπροσωπευτικότερα ἔργα τῆς δεύτερης περιόδου τὰ διηγήματα: «Ὑπηρέτρα», «Ἡ Σταχομαζώχτρα», «Μία ψυχή», «Ἡ Μαυρομαντηλοῦ», «Φτωχὸς Ἅγιος», «Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο», «Στὴν Ἁγι-Ἀναστασά», «Ὁλόγυρα στὴ λίμνη», «Οἱ χαλασοχώρηδες», «Λαμπριάτικος ψάλτης», Βαρδιάνος στὰ σπόρκα», «Ἡ νοσταλγός», «Ἔρωτας στὰ χιόνια», «Ὁ ξεπεσμένος δερβίσης», «Τὸ σπιτάκι στὸ λιβάδι», «Ἔρως-Ἥρως». Στὴν Τρίτη περίοδο ξεχωρίζουν τὰ διηγήματα: «Τ᾿ ἀγνάντεμα», «Ἁμαρτίας φάντασμα», «Τὰ δαιμόνια στὸ ρέμα», «Ὄνειρο στὸ κύμα», «Ἡ Φαρμακολύτρια», «Ὑπὸ τὴν βασιλικὴν δρῦν», «Ἡ Χολεριασμένη», «Στρίγλα μάνα», «Ἡ Φόνισσα», «Τὰ κρούσματα», «Ὁ Κακόμης», «Ἡ φωνὴ τοῦ Δράκου», «Γυνὴ πλέουσα», «Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου», «Τὰ ρόδιν᾿ ἀκρογιάλια», «Τὸ μυρολόγι τῆς φώκιας», «Νεκρὸς ταξιδιώτης». Τὰ διηγήματα «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ», «Τ᾿ ἀγγέλιασμα», «Τὰ μαῦρα κούτσουρα», «Φλώρα ἢ Λαύρα» καὶ «Ἰατρεῖα τῆς Βαβυλῶνος» δημοσιεύτηκαν μετὰ τὸ θάνατό του (μέχρι τὸ 1925). Μόλις τὸ 2008 βρέθηκε καὶ δημοσιεύτηκε τὸ διήγημά του «Τὸ γιαλόξυλο». Τὸ μεταφραστικό του ἔργο εἶναι ὀγκῶδες καὶ περιλαμβάνει μεταφράσεις ἄρθρων ποικίλου περιεχομένου, πεζῶν λογοτεχνημάτων καὶ τριῶν σπουδαίων ἱστορικῶν ἔργων. (Τῆς Ἱστορίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ George Finlay, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 2008 ἀπὸ τὸ Ἵδρυμα τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων, τῆς ὁμότιτλης ἱστορίας τοῦ Thomas Gordon, καὶ ἑνὸς ἱστορικοῦ ἔργου τοῦ Νικολάου Σπηλιάδη, γραμμένου στὰ γαλλικά). Ὁ Παπαδιαμάντης δὲν εὐτύχησε νὰ δεῖ ὅσο ζοῦσε τυπωμένο δικό του βιβλίο. Μετὰ τὸ θάνατό του ὅμως τὸ ἔργο του, τμηματικὰ ἢ συνολικά, γνώρισε πολλὲς ἐκδόσεις. Κορυφαῖο σημεῖο τῆς ἐκδοτικῆς πορείας τοῦ παπαδιαμαντικοῦ ἔργου εἶναι ἡ κριτικὴ ἔκδοση ἀπὸ τὸν Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο, στὶς ἐκδόσεις Δόμος, τῶν Ἁπάντων του (1981-1988) καὶ τῆς Ἀλληλογραφίας του (1992).


Τὸ ἔργο τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη κατέχει πρωτεύουσα θέση στὴ νεοελληνικὴ πεζογραφία. Ἡ διηγηματογραφία του διακρίνεται γιὰ τὸ ρεαλισμό της, ποὺ φτάνει πολλὲς φορὲς μέχρι τὸ νατουραλισμό. Ἡ αὐστηρὴ καὶ ἀκριβολόγος θεώρηση τόσο τῆς ἀγροτικῆς κοινωνίας τοῦ νησιοῦ του, ὅσο καὶ τῆς Ἀθηναϊκῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς του, ἡ βαθιὰ στοχαστικὴ καὶ ἐλεγκτικὴ ματιά του πάνω στὰ κοινωνικὰ δρώμενα, ἡ ἀνάδειξη ὡς κεντρικῶν ἡρώων τοῦ ἔργου του ὄχι συνηθισμένων τύπων, ἀλλὰ ἰδιόρρυθμων καὶ περιθωριακῶν, ἀνθρώπων ναυαγισμέμων κυριολεκτικὰ ἢ μεταφορικά, καὶ ἡ συχνὴ παραπομπὴ στὴ μικρὴ ἀνθρώπινη ὁμάδα, ποὺ ὡς ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα ἀποκτᾶ καθολικὲς διαστάσεις, δίνει στὸ ρεαλισμό του ἕνα χαρακτήρα κριτικὸ καὶ θεολογικὸ ταυτόχρονα. Ἡ ποικιλία τῶν ἀφηγηματικῶν τεχνικῶν καὶ ἡ γλώσσα του παράγουν μίαν ἔντονη ποιητικότητα. Ἡ γλώσσα του εἶναι στὴ βάση της ἡ καθαρεύουσα τῆς ἐποχῆς, ἐμπλουτισμένη ὡστόσο μὲ διαχρονικὰ στοιχεῖα τῆς ἑλληνικῆς, διαποτισμένη ἀπὸ τὴ γλώσσα τῆς Γραφῆς καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνογραφίας καὶ διανθισμένη, ἰδίως στοὺς διαλόγους, μὲ στοιχεῖα τοῦ σκιαθίτικου ἰδιώματος, «θησαυρισμένη», κατὰ τὸν Ἐλύτη, «ἀπὸ ἀπανωτὰ στρώματα παιδείας». Ἡ ἰδιαιτερότητα αὐτὴ κάνει τὸ παπαδιαμαντικὸ ἔργο νὰ ὑπερβαίνει κατὰ πολὺ τὰ ὅρια τῆς τυπικῆς ἠθογραφίας τῆς ἐποχῆς του καὶ τὸν πεζογράφο Παπαδιαμάντη νὰ ἀναδεικνύεται «ποιητὴς τοῦ πεζοῦ λόγου».

Ἄγγελος Μαντᾶς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου