Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

Ιωαννίνων Θεόκλητος*: “Σήμερα ἀκούγονται ἄλλα «εὐαγγέλια» καὶ ἄλλοι «προφῆτες» μιλοῦν στὸν κόσμο”



Βρισκόμαστε μπροστά σὲ μία ἱστορική ἀντίφαση. Ἕνα ἐρωτηματικό δίλημμα προβάλλει καὶ προκαλεῖ τὸν ἱστορικό χριστιανισμό. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει περάσει τήν προκωνσταντίνεια περίοδο ὅπου μιὰ δράκα ἀνθρώπων ἀντιμετωπίζει ἕναν κόσμο ἐχθρικὸ στὸ μήνυμά της δίχως καμία ἐπιρροή στήν ἱστορία ἤ ὁδεύουμε τὴν μετακωνσταντίνεια περίοδο στὴν ὁποία ὁ κόσμος δὲν εἶναι πιὰ εἰδωλολατρικός ἀλλὰ βαθμιαία ἀποχριστιανίζεται καὶ εἶναι βαθειὰ ἄθεος; 
Σήμερα ἀκούγονται ἄλλα «εὐαγγέλια» καὶ ἄλλοι «προφῆτες» μιλοῦν στὸν κόσμο. Ἄλλες ζωτικές δυνάμεις μπαίνουν στὸ παιγνίδι καὶ ἐπιχειροῦν μία καινούργια σύνθεση τοῦ κόσμου βάσει ἄλλων ἀξιῶν ποὺ δὲν συμβαδίζουν μὲ τὸ Ἐκκλησιαστικὸ ἦθος. Πόσο δικαιολογημένος εἶναι ὁ σύγχρονος κόσμος ὅταν περιφρονεῖ τὸν ἱστορικὸ χριστιανισμὸ καὶ πόσο τὸ πρόσωπο τοῦ τελευταίου εἶναι βαθειὰ σημαδεμένο ἀπὸ βαρειὲς προδοσίες; Τείνει νὰ ἐπικρατήσει ἡ πίστη πὼς μέσα στὴ θερμὴ καὶ παλλόμενη πραγματικότητα τῆς ζωῆς ὁ Θεὸς δὲν βρίσκει πιὰ στόμα ἀρκετὰ καθαρὸ καὶ ἀνιδιοτελές, γιὰ νὰ μιλήσει μέσω του. Φαίνεται πὼς τὰ πάντα ἔχουν φρικτὰ συμβιβαστεῖ σὲ σημεῖο ποὺ νὰ ἔχουν ἀντιστραφεῖ οἱ ρόλοι: ἡ Ἐκκλησία κρίνεται ἀπὸ τὸν κόσμο, δὲν εἶναι πιὰ ἡ κρίση τῆς κρίσης τοῦ κόσμου τούτου.
Οἱ χριστιανοὶ ἔκαναν τὸ πᾶν γιὰ νὰ ἀποστειρώσουν τό Εὐαγγέλιο. Ὁ,τιδήποτε μέσα στὸ Εὐαγγέλιο προκαλεῖ ἔκπληξη καὶ ὑπέρβαση, ὅ,τι εἶναι ἀνατρεπτικό, ἐξουδετερώνεται. Ἐφ' ὅσον λοιπὸν τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς βυθίστηκε σ' ἕνα οὐδετεροποιημένο ὑγρὸ καὶ ἐξέπεσε σὲ θρησκεία, μετεβλήθη σὲ μία καταθλιπτική, μονότονη καὶ εὔκολη καθηκοντολογικὴ συνήθεια, τὴν ὁποία ὁ κόσμος, ποὺ θέλει νὰ προσβλέπει στὸ μέλλον, τὴν ἐγκαταλείπει στὸν ἀσυνεχὴ ἱστορισμὸ τῆς χθές, ἀποκόπτοντάς την ἀπ' τὸν χρόνο τῶν ἐνασχολήσεων καὶ ἀναζητήσεών του.
Στὶς μέρες μας δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς τὸ Εὐαγγέλιο συναντᾶ ἕναν τοῖχο. Ἕνας σκληρὸς καὶ ἀνθεκτικὸς τοῖχος σημαίνει ἀντίδραση. Ὅμως τὸ Εὐαγγέλιο συναντᾶ τὴν πλήρη ἀδιαφορία, ἀντηχεῖ στὸ κενό, τὸ διαπερνᾶ καὶ τίποτα δὲν τὸ συγκρατεῖ. Δὲν εἶναι αὐστηρὴ ἡ διαπίστωση πὼς ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι πιὰ -ὅπως τούς πρώτους αἰώνες- ἡ θριαμβευτικὴ πορεία τῆς Ζωῆς μέσα ἀπὸ τὰ νεκροταφεῖα τοῦ κόσμου.
Ἡ διαφορά πλέον, ἀνάμεσα σὲ πιστοὺς καὶ ἀπίστους ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι οἱ μὲν εἶναι λίγο πιὸ μεταφυσικοὶ ἀπὸ τοὺς δέ. Οἱ μὲν πιστεύουν στὴν ἀλλοπάθεια, οἱ δὲ στὴν ὁμοιοπάθεια. Μέσα στὶς ἐνορίες ἐντυπωσιάζει πλέον ἡ φτώχεια σὲ ἀνθρώπινο ὑλικό, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν μετρίων ἀνθρώπων ἤ ἐκείνων ποὺ ζητοῦν ἀνταλλάγματα.
Καταλαβαίνουμε λοιπὸν ὅτι ἡ χριστιανοσύνη, ὡς κοινωνιολογικὸς τύπος, δὲν εἶναι καθόλου πιὰ ἑλκυστική. Ὁ κόσμος ἔχει πέσει, ἀλλὰ τὸ ὕψος ἀπὸ τὸ ὁποίο ἔχει πέσει δὲν ὑπάρχει πιά. Ἡ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ πιὸ κενὴ νοήματος καὶ ἡ συγχώρεση χάνει τραγικὰ τὸ λόγο ὕπαρξής της. Τὸ κακὸ καταργεῖ κάθε διέξοδο, βασιλεύει ἀσυζητητί, ὁ ἄνθρωπος ὑποφέρει ἀνεπανόρθωτα κάνοντας καὶ τοὺς ἄλλους νὰ ὑποφέρουν, ζεῖ μέσα στὴν ἀπουσία συνέχειας, βυθισμένος σὲ μία συγκοπτόμενη διάρκεια.
Ἡ ζωὴ δὲν ἔχει πιὰ μυστήρια καὶ ἡ μόνη μύηση πλέον ἀφορᾶ στὶς τεχνικές. Ἡ ἀφοσίωση στὶς τεχνικὲς καὶ ἡ δούλωση στὴν τεχνολογία δημιούργησαν ἤδη τό προηγούμενο μιᾶς ἀπάνθρωπης καὶ μισάνθρωπης «ἐσχατολογίας», ἑνὸς ἄλογου καὶ παράλογου ὑπερκαταναλωτικοῦ εὐτυχισμοῦ. Τὰ πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων ποὺ διαμορφώνουν τὴν ἱστορία δὲν ἐπιτρέπουν νὰ τοὺς φανταστοῦμε γονατιστούς, σὲ κατάσταση θεωρίας. Ἀφοῦ τὸ μυστήριο τοῦ κακοῦ, ἄν θεωρηθεῖ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν πτώση, εἶναι ἄλυτο, τότε ἡ ἱστορία μὲ ὅλη τὴ διεστραμμένη μεγαλοσύνη της φαίνεται σὰν ἀνωμαλία πάνω στὴ λεία ἐπιφάνεια τοῦ μηδενὸς ὅπου τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ συμβεῖ.
Ἡ ἀποσύνθεση τῆς ἀνθρώπινης ὕλης εἶναι τόσο βαθειὰ ποὺ ἡ πιὸ ἔμφυτη καὶ φυσικὴ ἰδέα, αὐτὴ τῆς ἐσωτερικῆς ἑνότητας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους - τοῦ πρώτου καὶ τοῦ δεύτερου Ἀδάμ - ἔγινε τώρα ἡ πιὸ ἀπροσπέλαστη, ἡ πιὸ ἑρμητική, ἀκόμα καὶ γιὰ τοὺς χριστιανούς.
Στὸ ἑξῆς μία πλήρης ἀδιαφορία περιβάλλει τὸ χριστιανικό μήνυμα: «Ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου» (πραξ. 17:32). Οἱ ἄνθρωποι δὲν καταλαβαίνουν πλέον ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Δὲν πρόκειται πιὰ γιὰ ἁπλὴ σύγχυση γλωσσῶν, ἀλλὰ γιὰ σύγχυση ἀκόμα καὶ στὸ ἐσωτερικό τῶν γλωσσῶν. Ἡ κοινωνία διακόπηκε. Ὁ ἄνθρωπος ἀναπνέει τὴν ἀπομόνωση, παρουσιάζει ἤδη τὴν ἀλλοίωση στὴν ἴδια τὴ δομὴ τοῦ ἀνθρωπολογικοῦ του τύπου, ποὺ ὀφείλεται τόσο στὴ δαιμονικὴ μαγεία ὅσο καὶ στὴν ἄδεια ποὺ τοῦ δίνει τὸ «ὅλα ἐπιτρέπονται».
Ἀπὸ ὅλα ὅσα παραπάνω διαπιστωτικὰ ἀναφέρουμε τίθεται τὸ ἐρώτημα: Μπορεῖ ἀκόμα τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ νὰ «ἀστράψει στὰ πρόσωπα τῶν δικῶν του», ὅπως ἔλεγε μιὰ ἀρχαία λειτουργικὴ προσευχή; Ἐδῶ ἔγκειται τὸ ὅλο ζήτημα. Τὸ μόνο μήνυμα ποὺ ἔχει ἰσχὺ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἀναπαράγει ὄχι τὰ λόγια τοῦ Λόγου, ἀλλὰ τὸν ἴδιο τὸν Λόγο. Μόνο ἡ παρουσία Του θὰ κάνει τὸ μήνυμα ἅλας καὶ φῶς. Τὸ ἐκρηκτικὸ σπέρμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀπαστράπτει τὸ φῶς τοῦ Πνεύματος, ἐξεγείρει, ἀνατρέπει πρωτίστως, ὄχι τὶς δομές τοῦ κόσμου ἀλλὰ τὶς δομὲς τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος. Ἡ ἔμφαση μετατίθεται ἀπὸ τὸν ἀκτιβισμὸ στὴ φανέρωση τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν ἄνθρωπο, στὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ ἐντὸς τοῦ ἀνθρώπου. Μιὰ φωτιὰ τοῦ Πνεύματος ἐνθαρρύνει τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου τὰ ὁποῖα ἐξέλεξε ὁ Θεός, μέσω τοῦ μηνύματος τῶν ταπεινῶν τῆς ἐρήμου, καὶ ἀκούει στὴν πατερικὴ νουθεσία «ἀπόκτησε τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη καὶ πλῆθος ἀνθρώπων θὰ βρεῖ τὴν ὀδὸ τῆς σωτηρίας κοντά σου».
Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, ὅμως, πρέπει ὁ μαντατοφόρος τοῦ μηνύματος νὰ πάψει νὰ ἀναμασᾶ τὰ μαθήματα τοῦ «κατηχητικοῦ», νὰ σταματήσει νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ μιλᾶ γιὰ τὸν Θεὸ καὶ νὰ γίνη ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἀφήνεται νὰ μιλᾶ ὁ Θεὸς μέσω του. Ἡ σωτηρία πραγματοποιεῖται μόνο ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, τὸ λειτούργημα τοῦ Λόγου περνᾶ ἀπὸ τὸ λειτούργημα τῶν μυστηρίων καὶ τελειοῦται στὸ λειτούργημα τῆς ἐνσωμάτωσης.
Ὅμως τὸ Σῶμα προεκτείνεται πέρα ἀπὸ τὴν ἱστορία, καὶ σ' αὐτὴ τὴν ὐπέρβαση ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάθε κοινωνιολογικὴ ἀλλοτρίωση. Αὐτὸ περιγράφεται καθαρὰ στὴ διήγηση τῆς κλήσης τῶν Ἀποστόλων : «Ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς» (Ματθ. 8:22), κλίση καί κλήση ποὺ ξεπερνᾶ τὰ κοινωνιολογικὰ νεκροταφεῖα. Ἑπομένως τὸ μήνυμα πρέπει νὰ γδύσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάθε κοινωνιολογικὸ ἔνδυμα, νὰ καταπλήξει τὸν γυμνὸ ἄνθρωπο καὶ ἀκολούθως νὰ τὸν ἐνδύσει ἐν Χριστῶ. Τὸ «ζητεῖτε τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ», περιέχει τὸ μεγαλύτερο παράδοξο, πρέπει νὰ βροῦμε αὐτὸ ποὺ δὲν βρίσκεται στὸν κόσμο: τὸ αἰώνιο μέσα στὸ χρόνο, τὸ ἀπόλυτο μέσα στὸ σχετικό. Πῶς θὰ γίνει αὐτό; Μὲ τὸ νὰ μεταβοῦμε ἀπὸ τὸ «ἔχειν» στὸ «εἶναι», ὅταν δηλαδὴ ξεπεράσουμε «ἑαυτόν» καὶ γίνουμε βέλη τὰ ὁποῖα θὰ δείχνουν τὴν Βασιλεία τοῦ Πατρός. Νὰ δειχθεῖ ὅτι ἡ δημουργία τοῦ ἀνθρώπου ἔγινε μὲ ἰδιαίτερο τρόπο ἀπὸ τὸν Δημιουργό, ὁ Ὁποῖος καὶ ἐνεφύσησε στὸν ἄνθρωπο «πνοὴ ζωῆς», τοῦ ἔδωσε δηλαδὴ την δημιουργική Του θεία ἐνέργεια.
Αὐτὸ σημαίνει κατὰ τὴν ὀρθόδοξη δογματικὴ διδασκαλία ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἐπεξηγεῖ στὴ λειτουργικὴ εὐχὴ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος «…ὁ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παραγαγὼν τὰ σύμπαντα∙ ὁ κτίσας τὸν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν, καὶ παντί σου χαρίσματι κατακοσμήσας∙ ὁ διδοὺς αἰτοῦντι σοδίαν καὶ σύνεσιν, …». Νὰ βρεῖ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος τὴν δύναμη νὰ αἰτηθεῖ τὴν σοφία καὶ τὴν σύνεση «ἄνωθεν», δηλαδὴ νὰ μετάσχει διὰ τοῦ προσώπου «…τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος, τῆς ἐλπίδος ἡμῶν …» (Θεία Λειτουργία Μεγάλου Βασιλείου) τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν. Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσιώδης διαφορὰ τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη κτίση. Εἶναι χοϊκός, ἀλλὰ καὶ ὁ μόνος ἀπ’ τὴν κτίση ποὺ μπορεῖ νὰ μετέχει τῶν ἀκτίστων Θείων ἐνεργειῶν, νὰ ἀληθεύσει τὸ κατ’ εἰκόνα σὲ καθ’ ὁμοίωσιν.
Ἡ κατάληξη τῆς ἱστορίας, ὅπως καὶ κάθε ὕπαρξης, βρίσκεται ἐκτός. Αὐτὸς ποὺ δημιουργεῖ τὴν ἱστορία, τὴν ὁδηγεῖ ἔξω ἀπὸ τὰ πλαίσιά της. Μπροστὰ στὴν πρόσφατη τάση γιὰ ἐγκατάσταση στὴν ἱστορία, σ' αὐτὸν τὸν πειρασμὸ ποὺ ἐκζητᾶ τὴν πείσμονα εὐκολία μὲ προπέτεια, τὸ ἄθλημα τῆς πίστης προσκυνᾶ τὴν «Παρουσία». Ἡ Ἐκκλησία ἀγγίζει τὴν ἱστορική της πλήρωση μόνο ὅταν προετοιμάζει τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Χριστοῦ, ἐπιτυγχάνει τὸν εὐαγγελισμὸ μόνο ὅταν ἐντάσσεται σ' αὐτὴν τὴν προοπτική.
Ζῶντας αὐτὴ τὴν ἀλήθεια μιὰ Ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα, ὅταν εἶναι ἀληθινὴ ἤ γιὰ νὰ εἶναι ἀληθινή, βυθίζεται σὰν ἀγκίδα στὸ σῶμα τοῦ κόσμου, ἐπιβάλλεται ὡς σημεῖο, μιλᾶ στὸν κόσμο ὡς τόπος ὅπου ὁ ἀνθρωπος συναντᾶ τὸν Θεό, ἔρχεται, βλέπει καὶ προπάντων ζεῖ, τόπος τῆς χριστιανικῆς παρουσίας στὴ διακονία τοῦ κόσμου.
Αὐτὸ σημαίνει πρῶτα ἀπ' ὅλα νὰ δεχθοῦμε τὸν Χριστό, «τρώγοντας» καὶ «πίνοντάς» Τον καὶ στὴ συνέχεια νὰ πορευτοῦμε μέσα στὸν κόσμο ὡς τὸ ζωντανὸ μυστήριο, ὡς Μυστικὸς Δεῖπνος ἐν πορείᾳ. Διὰ μέσου τοῦ ἀνθρώπου - ἀκόμα κι ὅταν σιωπᾶ - ὁ Χριστὸς θὰ ξαναμιλήσει στὸν κόσμο, θὰ δοθεῖ ὡς ἄρτος καὶ ὕδωρ στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἑκασταχοῦ Σαμάρειας.
Οἱ Ἅγιοι μάρτυρες καὶ οἱ ὁμολογητές, οἱ νεομάρτυρες καὶ οἱ νέοι ὁμολογητές, οἱ πατέρες καὶ οἱ ἐγκρατευτὲς στὴν ἱστορικὴ διαχρονία τῆς Ἐκκλησίας ἤξεραν νὰ συμφιλιώνουν τὴν Οἰκουμενικὴ γνώση τοῦ κόσμου μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ σὲ σημεῖο ποὺ γι' αὐτοὺς ἦσαν τὰ πάντα Χριστός, μὲ τὴν πνοὴ μιᾶς αὐθεντικῆς καθολικότητας, ἔτσι προκύπτει ἀπὸ τὰ συναξάρια καὶ τὰ μαρτύρια, τὶς ὁμολογίες καὶ τὰ συστηματικὰ ἔργα τους.
Ὅλα ὅσα προαναγράφουμε ἐμπεριέχονται στὴν ἁγία ζωὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου (Καλλίδου) τοῦ νέου ὁμολογητοῦ, ὁ ὁποῖος διετέλεσε ποιμένας καὶ ἀρχιθύτης Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν Ἱερὰ Μητρόπολή μας σὲ καιροὺς «βαρέος χειμῶνος» καὶ «ἐκτεταμένου παγετοῦ». Ὑβρίστηκε, λοιδωρήθηκε, ἀπειλήθηκε, συκοφαντήθηκε, ταπεινώθηκε καὶ ἐν τέλει ὑπὸ τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ «ὑψώθηκε εἰς ἀναλογίαν τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ». Ἀπὸ τήν ἁγία ζωή του ἀς διαφυλάξουμε ταύτη τὴ μετοχικὴ πρόσκληση : Κι ἂν ἔρθει ἡ στιγμὴ νὰ βρεθοῦμε ἀπόβλητοι ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ ζωή, πρέπει ἤδη αὐτὴ ἡ γενιὰ νὰ ὡριμάσει γιὰ νά 'ναι γενιὰ «ὁμολογητῶν», γενιὰ ἱκανή, ὅπως ἔλεγε ἄλλοτε μιὰ ἐπιστολὴ γιὰ τοὺς μάρτυρες τῆς Λυών, νὰ «ἀκολουθήσει... τον Χριστό». Αὐτὴ εἶναι ἡ εὐχὴ καὶ ἡ πατρική μου προτροπὴ πρὸς ὅλους τοὺς χριστιανοὺς τῆς Μητροπόλεώς μας, ἀλλὰ καὶ τῶν εὐλαβῶν άναγνωστῶν τῆς παρούσης ἐκδόσεως.

*Πρόλογος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ιωαννίνων κ. Θεοκλήτου στην Ακολουθία του Αγ. Γρηγορίου (του Καλλίδου).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου